- Αἰθίοπι
- ΑἰθίοψBurnt-facemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… … Dictionary of Greek
Αἰθίοπ' — Αἰθίοπα , Αἰθίοψ Burnt face masc acc sg Αἰθίοπι , Αἰθίοψ Burnt face masc dat sg Αἰθίοπε , Αἰθίοψ Burnt face masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)